ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κι η μάνα το ζηλεύει
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε.
στα μάτια η πείνα πνέει.
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει:
” Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ, κι ο Αγαρηνός το ξέρει”.
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τοσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει:
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρεμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της...
Διονύσιος Σολωμός
Διονύσιος Σολωμός